- προγονοπληξία
- η, Μ [προγονόπληκτος]υπερβολική έπαρση για δόξα τών προγόνων, φαινόμενο που προσφέρεται για ιδεολογική και πολιτική εκμετάλλευση, και μπορεί να αποπροσανατολίσει μια κοινωνία και να σταθεί εμπόδιο για την ανάπτυξή της.
Dictionary of Greek. 2013.